κόσκινο

κόσκινο
Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για παράδειγμα, το κ. χρησιμοποιείται για να διαχωρίζεται το αλεύρι από το πίτουρο ή για να αφαιρούνται τα μεγάλα στοιχεία από την άμμο και τα χαλίκια στην οικοδομική. Υπάρχουν κ. με διάφορα σχήματα, επίπεδα ή κυλινδρικά. Αν χρησιμοποιηθούν δύο ή περισσότερα κ. τοποθετημένα στη σειρά, είναι δυνατός ο βαθμονομημένος διαχωρισμός των κόκκων. κοσκινομαντεία. Μέθοδος μαντικής κατά την αρχαιότητα. Οι κοσκινομάντεις προέβλεπαν το μέλλον χρησιμοποιώντας ένα κ., στο οποίο τοποθετούσαν στάχυα. Οι κόκκοι ξεχώριζαν με τη ρυθμική κίνηση του κ. και, ανάλογα με τον αριθμό τους και το σημείο του κ. όπου βρίσκονταν, οι μάντεις προέβλεπαν το μέλλον. Η διαδικασία επιβίωσε και στη σύγχρονη λαογραφία.
* * *
(ΑM κόσκινον)
1. σκεύος με Κυκλική ξύλινη ή μετάλλινη στεφάνη και λεπτό πλέγμα, διάτρητη πλάκα ή δέρμα, το οποίο χρησιμοποιείται για τον αποχωρισμό ξένων στοιχείων, ή κόκκων μεγαλύτερων από τις οπές τού πλέγματος, από υλικά σε μορφή σκόνης ή κόκκων
2. φρ. μαθ. «το κόσκινο(ν) τού Ερατοσθένους» — η μέθοδος με την οποία καταρτίζεται πίνακας τών πρώτων αριθμών, όσων δηλ. δεν έχουν άλλο διαιρέτη εκτός από τη μονάδα και τον εαυτό τους, από τη μονάδα μέχρι ένα όριο
νεοελλ.
φρ. α) «μηχανικό κόσκινο»
τεχνολ. συσκευή κοσκινίσματος που αποτελείται από δονούμενο επίπεδο, μονό ή πολλαπλό, ή από περιστρεφόμενο κυλινδικό κόσκινο και λειτουργεί με κίνηση παρεχόμενη από ηλεκτροκινητήρα ή κινητήρα εσωτερικής καύσης
β) «τόν έκανε κόσκινο (από τις σφαίρες)» — τόν έκανε διάτρητο
γ) «τόν πέρασε από ψιλό κόσκινο» — τόν εξέτασε εξονυχιστικά
δ) «βάλε κόσκινο» — λέγεται ειρωνικά για κάποιον που λέει ότι ντρέπεται
ε) «μοριακό κόσκινο»
χημ. πορώδες στερεό υλικό, συνήθως ένας φυσικός ή συνθετικός ζεόλιθος, το οποίο έχει την ικανότητα να προκαλεί διαχωρισμό σωματιδίων μοριακής διαστάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., ίσως μεσογειακής προελεύσεως. Η σύνδεση της με ΙΕ λ. (πρβλ. κόρος «σκούπα» ή λιθουαν. košiu, košti «στραγγίζω») δεν φαίνεται πιθανή.
ΠΑΡ. κοσκινίζω, κοσκίνιον
αρχ.
κοσκίνωμα αρχ.-μσν. κοσκινεύω, κοσκινηδόν
μσν.
κοσκινωτός
μσν.- νεοελλ.
κοσκινάς
νεοελλ.
κοσκινάκι, κοσκινίδι(α).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοσκινόγυρος, κοσκινομαντεία, κοσκινοποιός, κοσκινοπώλης
αρχ.
κοσκινόμαντις, κοσκινοράφος, κοσκινόρινος
νεοελλ.
κοσκινοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. τυροκόσκινον
νεοελλ.
ψιλοκόσκινο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόσκινο — το 1. κυκλικό σκεύος με πυθμένα από λεπτό πλέγμα από το οποίο περνά η ουσία που αποτελείται από σκόνη και απαλλάσσεται από περιττά στοιχεία, κρησάρα. 2. ο διάτρητος (από σφαίρες ή μαχαιριές) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …   Dictionary of Greek

  • αιροκόσκινο — το κόσκινο που χρησιμοποιείται για να αποχωριστεί το σιτάρι από την αίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα + κόσκινο] …   Dictionary of Greek

  • αλευροκόσκινο — το κόσκινο αλεύρου, σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + κόσκινο] …   Dictionary of Greek

  • γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… …   Dictionary of Greek

  • κοσκινίδι — το [κόσκινο] συν. στον πληθ. τα κοσκινίδια τα σκύθαλα που απομένουν στο κόσκινο μετά το κοσκίνισμα …   Dictionary of Greek

  • κοσκινοειδής — ές αυτός που μοιάζει με κόσκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • κοσκινομαντεία — η (Α κοσκινομαντεία) η τέχνη να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να ανακαλύπτει μυστικά ανακινώντας στάχια ή όσπρια μέσα σε κόσκινο ή καρφώνοντας το ένα σκέλος ψαλιδιού στη στεφάνη τού κόσκινου και κρεμώντας το άλλο με κλωστή ώστε το κόσκινο να… …   Dictionary of Greek

  • πλόκανον — και πλόχανον, τὸ, Α 1. το πλεκτό, οποιοδήποτε έργο πλεκτικής, όπως είναι λ.χ. το καλάθι, καθετί το πλεγμένο 2. πλεκτό κόσκινο ή λίκνο για καθαρισμό σιτηρών 3. πλεγμένο σχοινί 4. διυλιστήρας, σουρωτήρι, κόσκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”